δρυοκολάπτης

δρυοκολάπτης
δρῠο-κολάπτης, ου, ,
A woodpecker, of which Arist. distinguishes four species, the great black, Picus martius, the green, Picus viridis, and the spotted (both greater and less). Picus major and minor, HA593a5, cf. 614b7, Str.5.4.2; = Lat. picus, D.H.1.14:—also δρυκολάπτης, Ar.Av.480,979; [full] δρῠοκόλαψ, Hsch.
A s.v. ἵπτα (prob. l.); [full] δρῠοκόπος, Arist.PA662b7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δρυοκολάπτης — woodpecker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοκολάπτης — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των δρυοκολαπτιδών, που είναι η σπουδαιότερη της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. διακρίνονται για ορισμένες συνήθειες και ανατομικές ιδιαιτερότητές τους. Αναρριχώνται με ευκολία στους κορμούς των δέντρων,… …   Dictionary of Greek

  • δρυοκολάπτης — ο είδος πουλιού, η τσικλιτάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δρυοκολαπτῶν — δρυοκολάπτης woodpecker masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοκολάπτην — δρυοκολάπτης woodpecker masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοκολάπτου — δρυοκολάπτης woodpecker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοκολαπτίδες — Οικογένεια πτηνών της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Η οικογένεια αυτή αριθμεί περίπου 210 είδη, που ζουν σε δασώδεις περιοχές όλων των χωρών, εκτός από τη Μαδαγασκάρη και την Αυστραλία. To μήκος τους ξεκινά από 9 εκ. και μπορεί να φτάσει τα 55 εκ …   Dictionary of Greek

  • πέλεκας — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Κερκύρας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (6 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και οι άλλοι μικρότεροι οικισμοί, Αβράμης, η Μονή Υπεραγίας Θεοτόκου Μυρτιδίων (υψόμ. 100 μ.), ο Άγιος Ονούφριος, η Γλυφάδα, τα… …   Dictionary of Greek

  • δρυοκολάπτας — δρυοκολάπτᾱς , δρυοκολάπτης woodpecker masc acc pl δρυοκολάπτᾱς , δρυοκολάπτης woodpecker masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PICUS — Rex Latinorum, Saturni fil. Fauni pater successit patri, An. 2747. primus Aboriginum Rex per an. 37. Latini regis av us, auguriorum peritissimus, qui a Circe adamatus, cum spretô eius coniugiô, Carmentem Nympham duxisset uxorem, ab irata Dea,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έποψ — ο (AM ἔποψ, Μ και ἔποπος) το γνωστότερο στην Ελλάδα είδος τών εποπιδών, ο τσαλαπετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ονοματοποιία από την κραυγή τού πουλιού εποποί, ποποπό, όπως αυτή μαρτυρείται στους κωμικούς. Αναλογικός σχηματισμός προς τα μέρ οψ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”